- συνανάχρωσις
- συνανάχρωσιςinfecting contactfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνανάχρωσις — ώσεως, ἡ, Α [συναναχρώννυμι] 1. η με επαφή μετάδοση τού χρώματος 2. η μετάδοση μολύσματος … Dictionary of Greek